- ξεμαθαίνω
- 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά 'ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.)2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεμαθαίνω — ξεμαθαίνω, ξέμαθα βλ. πίν. 176 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμαθαίνω — ξέμαθα, ξεμαθημένος, λησμονώ κάτι που έμαθα, ξεσυνηθίζω: Ξέμαθα να κεντώ. –Ξέμαθα να δουλεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδιδάσκω — (Μ) ξεμαθαίνω, μεταπείθω … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ξεσυνηθίζω — ξεχνώ μια συνήθεια μου, ξεμαθαίνω κάτι … Dictionary of Greek
απομαθαίνω — όμαθα 1. μαθαίνω καλά: Βλέπω τ απόμαθες το μάθημά σου. 2. ξεμαθαίνω: Απ το κάτσε κάτσε απόμαθα τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)